- ξυρίδα
- ξυρίςgladwynfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GLADIOLUS — apud Plain. l. 21. c. 11. Post hanc gladiolus comitatus hyazinthis: flos est, quem ξιφίον seu φασγάνιον vocat Theophrast. Latinique Scriptores retentâ voce Graecâ Xiphium vocant. Alias Gladiolus Romanis idem, qui ξίρις et ξυρὶς Graecis, lilio… … Hofmann J. Lexicon universale
ξυριδίδες — (xyridaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών της τάξης των φαρινωδών, με φυτά πολυετή, ποώδη, αειθαλή, με φύλλα μικρά, στενά, γραμμοειδή ή γραμμοειδή λογχοειδή. Άνθη σε στάχια αρσενικά και θηλυκά, 6 στήμονες, από τους οποίους οι 3 εξωτερικοί με … Dictionary of Greek